πλέκω

πλέκω
πλέκω
1 weave

ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66

met.,

ἀνδράσιν αἰχματαῖσι πλέκων ποικίλον ὕμνον O. 6.86

οἶον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι ῥήματα πλέκων, ἀπάλαιστος ἐν λόγῳ ἕλκειν a wrestling metaphor N. 4.94

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλέκω — plait pres subj act 1st sg πλέκω plait pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — πλέκω, έπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

  • πλεκώ — και σπλεκῶ, όω, Α έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πλεκῶ με σημ. «έρχομαι σε σαρκική μίξη» έχει σχηματιστεί πιθ. από το ουσ. πλέκος, ενώ ο τ. σπλεκῶ που παραδίδει ο Ησύχιος (απ όπου το ουσ. σπλέκωμα) έχει σχηματιστεί «εκ… …   Dictionary of Greek

  • πλέκω — έπλεξα, πλέχτηκα, πλεγμένος 1. με στρίψιμο ή κατάλληλες κινήσεις κάνω καλάθι, δίχτυ, στεφάνι, δαντέλα, κάλτσα. 2. μτφ., σχεδιάζω, καταστρώνω, ετοιμάζω: Έπλεξαν με λουλούδια στεφάνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πεπλεγμένα — πλέκω plait perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπλεγμένᾱ , πλέκω plait perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκετε — πλέκω plait pres imperat act 2nd pl πλέκω plait pres ind act 2nd pl πλέκω plait imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκῃ — πλέκω plait pres subj mp 2nd sg πλέκω plait pres ind mp 2nd sg πλέκω plait pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξαι — πλέκω plait aor imperat mid 2nd sg πλέκω plait aor inf act πλέξαῑ , πλέκω plait aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξον — πλέκω plait aor imperat act 2nd sg πλέκω plait fut part act masc voc sg πλέκω plait fut part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέξω — πλέκω plait aor subj act 1st sg πλέκω plait fut ind act 1st sg πλέκω plait aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”